ἀντικρίνω

ἀντικρίνω
ἀντικρί̱νω , ἀντί-κρίνω
separate
aor subj act 1st sg
ἀντικρί̱νω , ἀντί-κρίνω
separate
pres subj act 1st sg
ἀντικρί̱νω , ἀντί-κρίνω
separate
pres ind act 1st sg
ἀντικρί̱νω , ἀντί-κρίνω
separate
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αντικρίνω — ἀντικρίνω (Α) 1. κρίνω με τη σειρά μου αυτόν που με κρίνει 2. παραβάλλω, συγκρίνω 3. οδηγώ τον εαυτό μου σε αναμέτρηση με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”